- διατιθεμένη
- διατίθημιarrangepres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρινγκ — το, Ν άκλ. 1. ειδική εξέδρα για την πραγματοποίηση αγώνων, ιδίως πυγμαχίας 2. (οικον.) προσωρινή συμφωνία μεταξύ παραγωγών ή εμπόρων ως προς τη διατιθέμενη ποσότητα τών προϊόντων τους, με στόχο τον καλύτερο έλεγχο τής αγοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… … Dictionary of Greek